σημαδιακός

σημαδιακός
η , ό
1) увечный, физически неполноценный; 2) замечательный, отличный; необыкновенный, редкий; 3) знаменательный (о празднике, событии)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σημαδιακός" в других словарях:

  • σημαδιακός — ή, ό 1. αυτός που έχει σωματικό ελάττωμα: Σημαδιακός άνθρωπος. 2. εξαιρετικός, ιδιαίτερης σημασίας: Σημαδιακή μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημαδιακός — ή, ό, Ν 1. εξαιρετικός, αξιομνημόνευτος («μέρα σημαδιακή») 2. σπάνιος («σημαδιακό αρνί») 3. αυτός που προμηνύει κάτι, ενδεικτικός 4. σημαδεμένος, σακατεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημάδι + κατάλ. ιακός (πρβλ. σταδ ιακός)] …   Dictionary of Greek

  • Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης …   Википедия

  • Μηλιώνης, Χριστόφορος — (Περιστέρι Πωγωνίου Ιωαννίνων 1932 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε ψυχολογία στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως φιλόλογος καθηγητής σε διάφορα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»